Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλουδικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλουδικό το [luluδikó] Ο38 : (προφ.) μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα λουλουδιών: Tο καμαρίνι της ηθοποιού πνίγηκε στο ~.

[λουλούδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες