Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουλές
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λουλές ο.
  • Η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός:
    • (Συναδ. φ. 40r).

[<τουρκ. lule. Λ. λουλάς στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go