Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουθηρανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουθηρανισμός ο [luθiranizmós] Ο17 : ο προτεσταντισμός.

[λόγ. < γαλλ. luthéranisme (-isme = -ισμός) < luthéran (δες -ανός) < ανθρωπων. Luthère < γερμ. Luther = Λούθηρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go