Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λοξοειδώς, επίρρ.
-
- Λοξά, στραβά· (εδώ μεταφ.) επιτιμητικά:
- Ο ρήγας … πολλά 'τον μανισμένος … λοξοειδώς τον στόχαζε (ενν. τον μαντατοφόρο) (Κορων., Μπούας 54).
[<μτγν. επίθ. λοξοειδής]
- Λοξά, στραβά· (εδώ μεταφ.) επιτιμητικά:



