Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογιστικός -ή -ό [lojistikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με τη λογιστική ως κλάδο της οικονομικής επιστήμης: Λογιστικές θεωρίες. Λογιστικά μαθήματα. || (ως ουσ.) τα λογιστικά*, η λογιστική*. 2. που σχετίζεται με τη λογιστική ως σύνολο εργασιών: ~ έλεγχος. Λογιστική κατάσταση επιχείρησης. Λογιστικά βιβλία, βιβλία που τηρούνται από κάθε οικονομική μονάδα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των συναλλαγών και των περιουσιακών της στοιχείων. 3. κατάλληλος, ικανός για υπολογισμούς: Λογιστική μηχανή. Λογιστικοί πίνακες. || (ως ουσ.) το λογιστικό, η λογιστικήI2: Δημόσιο λογιστικό, το σύνολο των νομοθετικών και εκτελεστικών διατάξεων που διέπουν τη διαχείριση του δημόσιου πλούτου και η αντίστοιχη κρατική υπηρεσία.
λογιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λογιστικός `έμπειρος στους υπολογισμούς΄ & κατά τις σημ. των λ. λογιστής, λογιστική]



