Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λογιστικόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λογιστικόν το.
  • Η ικανότητα να συλλογίζεται κανείς:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 35r).

[αρχ. ουσ. λογιστικόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go