Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογαριθμικός -ή -ό [loγariθmikós] Ε1 : που αναφέρεται στους λογαρίθμους: Λογαριθμικοί πίνακες. Λογαριθμικό διάγραμμα. ~ κανόνας.
λογαριθμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. logarithmique < logarithm(e) = λογάριθμ(ος) -ique = -ικός]



