Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοβιτούρα η [lovitúra] Ο25α : (λαϊκ.) ανέντιμη, παρασκηνιακή ενέργεια που αποσκοπεί σε προσπορισμό παράνομου κέρδους ή γενικότερα παράνομου οφέλους, απατεωνιά: Mε διάφορες λοβιτούρες μπόρεσε να πλουτίσει σε λίγα χρόνια. Άσος στη ~ και στην απάτη.
[ρουμ. lovitură]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοβιτουρατζής ο [lovituradzís] Ο8 : (λαϊκ.) αυτός που κάνει λοβιτούρες, που ζει από αυτές, απατεώνας: Σήμερα μόνο οι λοβιτουρατζήδες και οι απατεώνες προκόβουν.
[λοβιτούρ(α) -ατζής]



