Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιχνιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιχνιστής ο [lixnistís] Ο7 : ο εργάτης, ο αγρότης που εκτελεί το λίχνισμα.

[λιχνισ- (λιχνίζω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go