Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιπόσαρκος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λιπόσαρκος, επίθ.
  • Ισχνός, αδύνατος:
    • (Ιερακοσ. 4489).

[αρχ. επίθ. λιπόσαρκος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπόσαρκος -η -ο [lipósarkos] Ε5 : που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.

[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go