Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποψυχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποψυχία η [lipopsixía] Ο25 : έλλειψη, απώλεια του θάρρους, δείλιασμα σε δύσκολες στιγμές ή καταστάσεις· λιγοψυχία.

[λόγ. < αρχ. λιποψυχία `λιποθυμία΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λιποψυχία η.
  • Λιποθυμία:
    • (Γλυκά, Στ. 230).

[αρχ. ουσ. λιποψυχία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες