Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιπαντής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπαντής ο [lipandís] Ο7 : εργάτης που ασχολείται με τη λίπανση μηχανών ή εργάτης που φροντίζει για την κανονική λίπανση μηχανών.

[λόγ. λιπαν- (λιπαίνω) -τής μτφρδ. γαλλ. graisseur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go