Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιπαντής ο [lipandís] Ο7 : εργάτης που ασχολείται με τη λίπανση μηχανών ή εργάτης που φροντίζει για την κανονική λίπανση μηχανών.
[λόγ. λιπαν- (λιπαίνω) -τής μτφρδ. γαλλ. graisseur]



