Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιπίδιο το [lipíδio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (βιοχημ.) ομάδα οργανικών ενώσεων των ζωικών και φυτικών ιστών.
[λόγ. < διεθ. lipid < αρχ. λίπ(ος) -id = -ίδιον]



