Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιμπερτά η· λιπέρτα· λιπερτά.
-
- 1) Εξουσία, κυριότητα:
- οι άλλες εμισές (ενν. ελές) να είναι τση λιμπερτά τση (Βαρούχ. 13413).
- 2) Γενναιοδωρία·
- παροχή (οικονομικών) δικαιωμάτων, προνομίων:
- η ρήγαινα και ο καπετάνος … εποίκαν του πολλήν τιμήν και έδωκάν του μεγάλην λιπερτά (Βουστρ. 2707).
- παροχή (οικονομικών) δικαιωμάτων, προνομίων:
[<ιταλ. libertà. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]
- 1) Εξουσία, κυριότητα:



