Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λικνίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λικνίζω [liknízo] -ομαι Ρ2.1 : κουνάω, ταλαντεύω κτ. ελαφρά, παλινδρομικά: Περπατούσε λικνίζοντας τους γοφούς της. H βάρκα λικνιζόταν στο ελαφρό κυματάκι.

[λόγ. < ελνστ. λικνίζω `λιχνίζω΄ (δες στο λίκνο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go