Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθόστρωτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λιθόστρωτος, επίθ.
  • Στρωμένος με πέτρες:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1752).

[αρχ. επίθ. λιθόστρωτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθόστρωτος -η -ο [liθóstrotos] Ε5 : (για τμήμα εδάφους) που είναι στρωμένος με κατεργασμένες πέτρες ή πλάκες: Λιθόστρωτη πλατεία / αυλή. || (ως ουσ.) το λιθόστρωτο, δρόμος λιθόστρωτος· (πρβ. καλντερίμι): Tα βήματά του ακούγονταν βαριά πάνω στο λιθόστρωτο.

[λόγ. < αρχ. λιθόστρωτος, ελνστ. λιθόστρωτον τό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go