Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθουανικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθουανικός -ή -ό [liθuanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λιθουανία ή στους Λιθουανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λιθουανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα / γλώσσα. || (ως ουσ.) η λιθουανική, τα λιθουανικά, η λιθουανική γλώσσα. λιθουανικά ΕΠIΡΡ σε λιθουανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Λιθουαν(ία) -ικός < γαλλ. Lithuan(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go