Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθοστρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθοστρώνω [liθostróno] -ομαι Ρ1 : στρώνω κτ. με κατεργασμένες πέτρες (δρόμο, πλατεία, αυλή κτλ.).

[λόγ. λιθόστρ(ωτος) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go