Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθογράφος ο [liθoγráfos] Ο18 θηλ. λιθογράφος [liθoγráfos] Ο35 : ο ειδικός, ο τεχνίτης που ασχολείται με τη λιθογραφία.

[λόγ. < γαλλ. litho graphe < litho- = λιθο- + -graphe = -γράφος (διαφ. το ελνστ. λιθογράφος `γλύπτης΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go