Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθερός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λιθερός, επίθ.
  • Πετρώδης·
    • (μεταφ.) άπονος:
      • λιθεράν καρδίαν (Λίβ. Esc. 1292).

[<ουσ. λίθος + κατάλ. ‑ερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go