Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγουρεύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγουρεύομαι [liγurévome] Ρ5.2β : νιώθω έντονη επιθυμία για κτ., ποθώ, λιμπίζομαι: H γάτα βλέπει τα ψάρια και τα λιγουρεύεται. Aυτή τη γυναίκα τη ~ πολύ.

[λιγούρ(α) -εύω, -ομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες