Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιγουρεύομαι [liγurévome] Ρ5.2β : νιώθω έντονη επιθυμία για κτ., ποθώ, λιμπίζομαι: H γάτα βλέπει τα ψάρια και τα λιγουρεύεται. Aυτή τη γυναίκα τη ~ πολύ.
[λιγούρ(α) -εύω, -ομαι]



