Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιγδερός, επίθ.
-
- Λιπαρός, λιγδιάρης:
- τα λιγδερά ανατριχόγενά σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1239]).
[<ουσ. λίγδα + κατάλ. ‑ερός. Η λ. και σήμ.]
- Λιπαρός, λιγδιάρης:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. λίγδα + κατάλ. ‑ερός. Η λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |