Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησταρχία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λησταρχία η.
  • Αρπαγή, βιαιοπραγία:
    • εκυρίευσεν όλην την επαρχίαν με δόλον και επιβουλήν και με την λησταρχίαν (Ιστ. Βλαχ. 1136).

[<ουσ. λήσταρχος + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες