Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λησμονιάρης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λησμονιάρης, επίθ.· αλησμονιάρης.
  • Που λησμονεί, ξεχασιάρης:
    • παιδία ενθυμητικά, είτε το εναντίον … αλησμονιάρικα (Σοφιαν., Παιδαγ. 114).

[<ουσ. λησμονιά + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (πβ. αυτ. και λ. αλησμονιάρικος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go