Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησμονημός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λησμονημός ο· αλησμονημός.
  • Λήθη, λησμονιά (ως σύστ. αντικ.):
    • αν αλησμονημό να αλησμονήσεις τον Κύριο τον Θεό σου (Πεντ. Δευτ. VIII 19).

[<αόρ. του λησμονώ + κατάλ. ‑μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες