Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ληθαργικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ληθαργικός -ή -ό [liθarjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λήθαργο: Ληθαργική εγκεφαλίτιδα.

[λόγ. < αρχ. ληθαργικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go