Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεύκανση η [léfkansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λευκαίνω· άσπρισμα. || ειδική βιομηχανική κατεργασία που αποβλέπει στη βελτίωση του βαθμού λευκότητας των προϊόντων: ~ του μαλλιού / του βαμβακιού / της χαρτομάζας.
[λόγ. < αρχ. λεύκαν(σις) `άσπρισμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. blanchissage]