Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπτολογία η [leptolojía] Ο25 : η λεπτομερής, που φτάνει ως την υπερβολή, εξέταση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης, ενός θέματος κτλ.: Kουραστική / σχολαστική ~.
[λόγ. < αρχ. λεπτολογία]



