Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λεπρός, επίθ.· ?λέπρος.
-
- Λεπρός:
- (Πεντ. Λευιτ. XXI 20)·
- (υβριστ.):
- (Πουλολ. 112 κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. λεπρός. Η λ. και σήμ.]
- Λεπρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπρός -ή -ό [leprós] Ε1 : που πάσχει από λέπρα, από τη νόσο του Xάνσεν· χανσενικός. || (συνήθ. ως ουσ.) ο λεπρός, ο χανσενικός.
[αρχ. λεπρός]



