Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεξιθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεξιθήρας ο [leksiθíras] Ο3 : 1. αυτός που αναζητά επίμονα σπάνιες λέξεις. 2. αυτός που επιτηδεύει το ύφος του χρησιμοποιώντας σπάνιες, εξεζητημένες λέξεις.

[λόγ. λεξι(θηρία) -θήρας (αναδρ. σχημ.) (πρβ. ελνστ. λεξίθηρ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go