Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεμονοστύφτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμονοστύφτης ο [lemonostíftis] Ο10 : σκεύος για το στύψιμο των λεμονιών.

[λεμόν(ι) -ο- + στύφτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go