Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειμωνίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λειμωνίτης ο [limonítis] Ο10 : ορυκτό μετάλλευμα του σιδήρου.

[λόγ. < γαλλ. limon(ite) -ίτης < λατ. limus `λάσπη΄ συγγ. του αρχ. λειμών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες