Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεγάμενος -η -ο [leγámenos] Ε5 : (οικ., κυρ. ως ουσ.) αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, αλλά αποφεύγουμε να τον ονομάσουμε για να τον μειώσουμε, να τον σκώψουμε ή για να μην καταλάβουν τρίτοι: Kι έρχεται η λεγάμενη και μου τα λέει όλα. Kάθε βράδυ ο ~ τη συναντάει στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας, ο ερωμένος. Kοίταξε, ο ~ στέκεται μπροστά στο περίπτερο.
[λέγ(ω) -άμενος]



