Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεβεντογέννα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεβεντογέννα η [levendojéna] Ο25α : (συνήθ. ως επίθ., ειδικά για την Kρήτη) που γεννάει, που βγάζει λεβέντες: Γεια σου Kρήτη ~!

[λεβέντ(ης) -ο- + γενν(ώ) -α, θηλ. του -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go