Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαχταριστός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λαχταριστός, επίθ.· λακταριστός.
  • 1) Σπαρταριστός· σχεδόν ζωντανός:
    • έτσι ζεστά, λακταριστά … (ενν. τα συκώτια και τες καρδίες) εις την φωτιάν … τ’ απήθωσεν (Θησ. Ζ́ [825]).
  • 2) Γεμάτος ταραχή και αγωνιώδη προσδοκία:
    • αποσπερνές λαχταριστές (Ερωτόκρ. Γ́ 24).

[<λαχταρίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαχταριστός -ή -ό [laxtaristós] Ε1 : που προκαλεί έντονη επιθυμία, πόθο, ελκυστικός: Λαχταριστή κοπέλα. Λαχταριστά κεράσια / ψάρια.

[μσν. λακταριστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρισ- (λακταρίζω δες στο λαχταρίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες