Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λαχνός ο [laxnós] Ο17 : ο κλήρος του λαχείου (το δελτίο και ο γραμμένος επάνω του αριθμός): Kερδίζουν οι λαχνοί που λήγουν σε μηδέν. Tράβηξα τον τυχερό λαχνό. || το κέρδος (χρήματα ή δώρα) που κερδίζει κάποιος σε μια κλήρωση: Mου έπεσε ο πρώτος ~. (έκφρ.) ρίχνω λαχνό, αποφασίζω για κτ. με κλήρο, στην τύχη. μου πέφτει ο ~ (να κάνω κτ.), τυχαίνει σ΄ εμένα.
[λόγ. < μσν. λαχνός < ελνστ. λαχμός με τροπή [xm > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός) < αρχ. λαγχάνω (δες στο λαχαίνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λαχνός ο.
-
- Κλήρος:
- ίνα μη φιλονικούν ποίος να πολεμήσῃ, λαχνούς θείναι προέκριναν (Διγ. Gr. 101).
[<ουσ. λαχμός (Σχολ.) <λαγχάνω. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Κλήρος:



