Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λατρευτικός -ή -ό [latreftikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη λατρεία του Θεού: Λατρευτικά σκεύη. Aγάλματα για λατρευτική χρήση.
[λόγ. < μσν. λατρευτικός, ελνστ. σημ.: `χαρακτηριστικός υπηρέτη΄]



