Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λατρευτής
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λατρευτής ο.
  • α) Αυτός που είναι στην υπηρεσία κάπ.:
    • «συλλειτουργοί και λατρευταί Θεού του παναγάθου» (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1194]
  • β) αυτός που λατρεύει, ο αφοσιωμένος:
    • λατρευτάς ειδώλων (Ερμον. Φ 60).

[μτγν. ουσ. λατρευτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go