Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λασπώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λασπώδης -ης -ες [laspóδis] Ε11 : που έχει πολλή λάσπη, που είναι γεμάτος από λάσπη: Λασπώδες έδαφος.

[λόγ. λάσπ(η) -ώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go