Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαοθάλασσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαοθάλασσα η [laoθálasa] Ο27 : μεγάλο πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο: H συγκέντρωση εξελίχτηκε σε μια μεγάλη ~ που ξεχύθηκε στους δρόμους.

[λόγ. λαο- + θάλασσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go