Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαξευτός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λαξευτός, επίθ.
  • Γλυπτός, σκαλιστός:
    • λαξευτά γράμματα (Βέλθ. 382).

[μτγν. επίθ. λαξευτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαξευτός -ή -ό [lakseftós] Ε1 : που έχει υποστεί κάποια κατεργασία, που έχει πάρει κάποιο σχήμα με πελέκημα, σκάλισμα: Λαξευτές πέτρες. || Λαξευτοί τάφοι, σκαμμένοι σε βράχο.

[λόγ. < ελνστ. λαξευτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go