Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λανολίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λανολίνη η [lanolíni] Ο30 : (χημ.) λιπαρή ουσία που παράγεται από ακατέργαστο μαλλί προβάτων και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.

[λόγ. < γαλλ. lanoline (-ine = -ίνη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go