Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπυρίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπυρίζω [lambirízo] Ρ2.1α : ακτινοβολώ με μικρές, διακεκομμένες λάμψεις: Tα άστρα λαμπύριζαν στον καθαρό ουρανό.

[ελνστ. λαμπυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λαμπυρίζω.
  • α) Φέγγω, φωτίζω:
    • τση μέρας τ’άξο φως … ως είδα κι ελαμπύρισεν … σηκώνομαι και ντύνομαι (Φορτουν. Ά 254 (έκδ. ‑μπί‑)
  • β) ακτινοβολώ, λάμπω:
    • Το πρόσωπό ντου σαν του ηλιού τσ’ ακτίνες λαμπυρίζει (Πανώρ. Γ́ 45).

[μτγν. λαμπυρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go