Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπτήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπτήρας ο [lamptíras] Ο2 : φωτιστικό όργανο, λάμπα, λυχνία: ~ ηλεκτρικός / αεριόφωτος / ασετυλίνης / φθορισμού.

[λόγ. < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go