Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπρώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπρώς, επίρρ.
  • 1) Με μεγαλοπρέπεια, με πολυτέλεια:
    • οικέτιδές τε … λαμπρώς ηγλαϊσμέναι (Διγ. Gr. 1796· Ιστ. Βλαχ. 1672).
  • 2) Αξιοπρεπώς:
    • Η κόρη ταύτ’ ως ήκουσεν, άφωνος ισταμένη και ησυχάζουσα λαμπρώς … (Διγ. Z 796).
  • 3) Με εξαιρετική ομορφιά, πολύ ευχάριστα:
    • το έδαφος τοις άνθεσι λαμπρώς πεποικιλμένον (Διγ. Z 2767
    • γερανοί λαμπρώς … μελωδούσι (Διγ. A 3874).

[αρχ. επίρρ. λαμπρώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go