Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπράδα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λαμπράδα η· λαμπυράδα.
  • Λάμψη:
    • Τη λαμπυράδα της φωτιάς … εθώρου (Ερωτόκρ. Β́ 531).

[<επίθ. λαμπρός + κατάλ. ‑άδα. Ο τ. <λαμπυρός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go