Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαμπατέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαμπατέρ το [lambatér] Ο (άκλ.) : κινητό φωτιστικό δωματίου, με ψηλή βάση που στηρίζεται στο πάτωμα.

[λόγ. < γαλλ. lampadaire (τροπή [d > t] αναλ. προς άλλα δάνεια σε -ter: μοτέρ, καρμπιρατέρ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go