Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαλαγγίτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαλαγγίτα η [lalangíta] Ο25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα.

[μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα]

[Λεξικό Κριαρά]
λαλαγγίτα η.
  • Είδος τηγανίτας:
    • λαλαγγίτα με το μέλι (Πεντ. Έξ. XVI 31).

[<ουσ. λαλάγγι πιθ. κατά το πίτα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go