Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαιμοδέτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμοδέτης ο [lemoδétis] Ο10 : (παρωχ.) γραβάτα.

[λόγ. λαιμ(ός) -ο- + αρχ. -δέτης (θ. δε- του δέω `δένω΄ -της) μτφρδ. γερμ. Halsbinde]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες