Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λαιμά
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμά τα [lemá] Ο38 : 1. αρρώστια του λαιμού και συνήθ. οι αμυγδαλές: Aρρωσταίνει συχνά / υποφέρει από τα ~ της. 2. (προφ.) ο λαιμός.

[πληθ. της λ. λαιμός με μεταπλ. σε ουδ. πληθ. κατά τα αυτιά, τα μαλλιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμαργία η [lemarjía] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του λαίμαργου, η διαρκής επιθυμία και απληστία: Tρώει / κοιτάζει με ~.

[λόγ. < αρχ. λαιμαργία]

[Λεξικό Κριαρά]
λαιμαργία η· λαιμαργιά.
  • α) Το να τρώει κάπ. πολύ και με βιασύνη:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 898
  • β) (μεταφ.) απληστία, φιλαργυρία:
    • οι άρχοντες εκείνοι … από την λαιμαργίαν τους ήθελαν ν’ αφεντέψουν (Ιστ. Βλαχ. 589
    • φρ. κάμνω λαιμαργίαν = δείχνομαι άπληστος:
      • (Ιστ. Βλαχ. 1875).

[αρχ. ουσ. λαιμαργία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λαίμαργος, επίθ.· λίμαργος.
  • α) Που τρώει πολύ και βιαστικά, λιχούδης:
    • (Σπαν. A 401
  • β) άπληστος:
    • ήτον κενόδοξος, υπερήφανος, … λαίμαργος, άρπαγος (Συναδ. φ. 75r
  • γ) (προκ. για επιθυμία) ακόρεστος, ανικανοποίητος:
    • ένας μόνος θάνατος δεν δύνεται … την λαίμαργή της πεθυμιάν καλά να την χορτάσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [886]).

[αρχ. επίθ. λαίμαργος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαίμαργος -η -ο [lémarγos] Ε5 : 1. που θέλει συνεχώς να τρώει, που είναι άπληστος στο φαΐ· λιμάρης: Tι λαίμαργο παιδί! 2. που τρώει βιαστικά και ακατάστατα. 3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η απληστία, η ισχυρή επιθυμία: Tην κοίταξε με λαίμαργο ερωτικό βλέμμα. λαίμαργα ΕΠIΡΡ: Mην τρως ~.

[λόγ. < αρχ. λαίμαργος]

[Λεξικό Κριαρά]
λαιμαργώ.
  • α) Είμαι λαίμαργος:
    • Διά να λαιμαργήσομεν, λίγον φαγί να φάμε (Αιτωλ., Μύθ. 895
  • β) δείχνομαι άπληστος:
    • εις του πτωχού το τίποτες ποτέ μη λαιμαργήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2306).

[μτγν. λαιμαργέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαιμαριά η [lemarjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) εξάρτημα για το ζέψιμο ορισμένων ζώων, περιλαίμιο: H ~ του γαϊδάρου / του αλόγου.

[λαιμ(ός) -αριά 2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go